γιουχάισμα

γιουχάισμα
το
η αποδοκιμασία: Μόλις ο διαιτητής σφύριξε, τον άρχισαν στα γιουχαΐσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γιουχαϊσμός — ο και γιουχάισμα, το θορυβώδης αποδοκιμασία με γιούχα …   Dictionary of Greek

  • πρόγκα — η, Ν 1. θορυβώδης αποδοκιμασία, ομαδικός χλευασμός, γιουχάισμα 2. αποπομπή, διώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. προέρχεται από σλαβ. bruca «προσβλητική αποπομπή»] …   Dictionary of Greek

  • αποδοκιμασία — η απόρριψη, γιουχάισμα: Από τις συνεχείς αποδοκιμασίες ο ομιλητής αναγκάστηκε να σταματήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιουχαϊσμός — ο το γιουχάισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”